ἀσυνήθεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυνήθεια:''' ἡ, [[έλλειψη]] [[πείρας]] σ' ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Αριστ.
|lsmtext='''ἀσυνήθεια:''' ἡ, [[έλλειψη]] [[πείρας]] σ' ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυνήθεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> отсутствие привычки, непривычность, неопытность (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> незнакомство, незнание (τινος Polyb.).
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνήθεια Medium diacritics: ἀσυνήθεια Low diacritics: ασυνήθεια Capitals: ΑΣΥΝΗΘΕΙΑ
Transliteration A: asynḗtheia Transliteration B: asynētheia Transliteration C: asynitheia Beta Code: a)sunh/qeia

English (LSJ)

ἡ,

   A unfamiliarity, Arist.Metaph.995a2, Thphr.HP9.17.2; ἀ. τοῦ δικολογεῖν inexperience in... Arist.Rh.1368a21, cf. Plb. 15.32.7.

German (Pape)

[Seite 380] ἡ, Ungewohntheit, Arist. rhet. 1, 9; Theophr.; Unbe Kanntschaft (aus Mangel an Umgang), τῶν παρεστώτων Pol. 15, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνήθεια: ἡ, ἔλλειψις συνηθείας ἢ πείρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1 (ἔλαττον), 3, 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 2· ἀσ. τοῦ δικολογεῖν, ἔλλειψις πείρας ἐν τῷ..., Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, πρβλ. Πολύβ. 15. 32, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 défaut d’habitude;
2 défaut d’expérience, ignorance de, gén..
Étymologie: ἀσυνήθης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de costumbre, inexperiencia τὰ παρὰ ταῦτα ... διὰ τὴν ἀσυνήθειαν ἀγνωστότερα Arist.Metaph.995a2, cf. Thphr.HP 9.17.2, Plb.12.4.3, Gal.Consuet.p.16.7, Iambl.Fr.49, c. gen. obj. τοῦ δικολογεῖν Arist.Rh.1368a21, αὐτῆς (ῥητορικῆς) Phld.Rh.2.139Aur., τῶν παρεστώτων Plb.15.32.7.

Greek Monolingual

ἀσυνήθεια, η (Α)
έλλειψη συνήθειας, πείρας ή οικειότητας.

Greek Monotonic

ἀσυνήθεια: ἡ, έλλειψη πείρας σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνήθεια:1) отсутствие привычки, непривычность, неопытность (τινος Arst.);
2) незнакомство, незнание (τινος Polyb.).