ἁρπαστός: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁρπαστός:''' -ή, -όν ([[ἁρπάζω]]), αυτός που μπορεί να μεταφερθεί [[μακριά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁρπαστός:''' -ή, -όν ([[ἁρπάζω]]), αυτός που μπορεί να μεταφερθεί [[μακριά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρπαστός:''' досл. похищенный, перен. подхваченный (κώμοις Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A carried away (as by a storm), AP12.167 (Mel.) (but ἁρπασταί, nom. pl. of ἁρπαστής, ὁ, ravisher, is prob. l.). 2 neut. as Subst., ἁρπαστόν, τό, handball, Ath.1.14f, Artem.1.55.
German (Pape)
[Seite 359] geraubt, gefangen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαστός: -ή, -όν, ὁ ἁρπασθεὶς καὶ βιαίως μεταφερόμενος ὡς ὑπὸ θυέλλης, Ἀνθ. Π. 12. 167.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ravi, pillé.
Étymologie: ἁρπάζω.
Spanish (DGE)
-όν
robado, arrebatado fig. φέρει ... με ... ἁρπαστὸν κώμοις ... Ἔρως AP 12.167 (Mel.).
Greek Monotonic
ἁρπαστός: -ή, -όν (ἁρπάζω), αυτός που μπορεί να μεταφερθεί μακριά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπαστός: досл. похищенный, перен. подхваченный (κώμοις Anth.).