ἁρπαστός
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ἁρπαστή, ἁρπαστόν,
A carried away (as by a storm), AP12.167 (Mel.) (but ἁρπασταί, nom. pl. of ἁρπαστής, ὁ, ravisher, is prob. l.).
2 neut. as substantive, ἁρπαστόν, τό, handball, Ath.1.14f, Artem.1.55.
Spanish (DGE)
-όν
robado, arrebatado fig. φέρει ... με ... ἁρπαστὸν κώμοις ... Ἔρως AP 12.167 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 359] geraubt, gefangen, Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ravi, pillé.
Étymologie: ἁρπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπαστός: досл. похищенный, перен. подхваченный (κώμοις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαστός: -ή, -όν, ὁ ἁρπασθεὶς καὶ βιαίως μεταφερόμενος ὡς ὑπὸ θυέλλης, Ἀνθ. Π. 12. 167.
Greek Monotonic
ἁρπαστός: -ή, -όν (ἁρπάζω), αυτός που μπορεί να μεταφερθεί μακριά, σε Ανθ.