ἀχρημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχρημοσύνη:''' ἡ, [[έλλειψη]] χρημάτων, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. | |lsmtext='''ἀχρημοσύνη:''' ἡ, [[έλλειψη]] χρημάτων, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχρημοσύνη:''' ἡ Hom. = [[ἀχρηματία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A want of money, Od. 17.502, Thgn.156.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Od. 17, 502, ἅπαξεἰρημ.; Theogn. 156; Soph. frg. 658.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρημοσύνη: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Ὀδ. Ρ. 502, Θέογν. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pauvreté.
Étymologie: ἀχρήμων.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pobreza, penuria ἀ. γὰρ ἀνώγει Od.17.502, cf. Thgn.156, Poll.3.111, 6.197, Hsch., Tz.Ep.19.
Greek Monolingual
ἀχρημοσύνη, η (Α) αχρήμων
έλλειψη χρημάτων.
Greek Monotonic
ἀχρημοσύνη: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρημοσύνη: ἡ Hom. = ἀχρηματία.