ἀφθορία: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφθορία:''' ἡ, [[αφθαρσία]], [[έλλειψη]] φθοράς, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀφθορία:''' ἡ, [[αφθαρσία]], [[έλλειψη]] φθοράς, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφθορία:''' ἡ неиспорченность, непорочность NT.
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφθορία Medium diacritics: ἀφθορία Low diacritics: αφθορία Capitals: ΑΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: aphthoría Transliteration B: aphthoria Transliteration C: afthoria Beta Code: a)fqori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A incorruption, prob. l. for ἀδιαφθορία in Ep.Tit.2.7, cf. Them.inPh.82.22.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, Unverdorbenheit, Unschuld, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθορία: ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθορία· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorruptibilité, pureté.
Étymologie: ἄφθορος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 integridad ἐν τῇ διδασκαλίᾳ Ep.Tit.2.7, τοῦ κόσμου τὴν ἀφθορίαν διασαλεύει Them.in Ph.82.22.
2 virginidad, castidad αἰνείσθω σοι καὶ γάμος, πρὸ γάμου δ' ἀφθορία Gr.Naz.M.37.634A.

Greek Monotonic

ἀφθορία: ἡ, αφθαρσία, έλλειψη φθοράς, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀφθορία: ἡ неиспорченность, непорочность NT.