γέντο: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γέντο:'''<b class="num">I.</b> έσφιξε γερά, γράπωσε = <i>ἔλαβεν</i>· βρίσκεται μόνο σε αυτόν τον τύπο, σε Ομήρ. Ιλ.· παραδίδεται ως Αιολ. αντί <i>ἕλετο</i> (<i>Ϝέλετο</i>), όπως το [[ἦνθον]] αντί [[ἦλθον]].<br /><b class="num">II.</b> συγκεκ. αντί <i>ἐγένετο</i>, βλ. [[γίγνομαι]].
|lsmtext='''γέντο:'''<b class="num">I.</b> έσφιξε γερά, γράπωσε = <i>ἔλαβεν</i>· βρίσκεται μόνο σε αυτόν τον τύπο, σε Ομήρ. Ιλ.· παραδίδεται ως Αιολ. αντί <i>ἕλετο</i> (<i>Ϝέλετο</i>), όπως το [[ἦνθον]] αντί [[ἦλθον]].<br /><b class="num">II.</b> συγκεκ. αντί <i>ἐγένετο</i>, βλ. [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''γέντο:''' <b class="num">I</b> эп.-дор. (= ἐγένετο) 3 л. sing. aor. 2 к [[γίγνομαι]].<br /><b class="num">II</b> (3 л. sing. aor. от неупотреб. inf.) взял, схватил (χειρὶ ῥαιστῆρα Hom.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέντο Medium diacritics: γέντο Low diacritics: γέντο Capitals: ΓΕΝΤΟ
Transliteration A: génto Transliteration B: gento Transliteration C: gento Beta Code: ge/nto

English (LSJ)

   A he grasped, = ἔλαβεν, 3sg. of Verb found only in this form, Il.8.43, al. (Cf. ἀπόγεμε· ἄφελκε, and ὕγγεμος· συλλαβή (Cypr.), Hsch.)    II shortd. form for ἐγένετο, v. γίγνομαι.

German (Pape)

[Seite 484] er faßte, dor. oder äol. aus ἕλετο, ἕλτο gebildet, vgl. κέλετο κέντο, Alcman bei Eustath. Iliad. 9, 363 p. 756, 32 ἕλετο ἕντο, καὶ Δωρικῶς γέντο, κέλετο κέντο παρὰ Ἀλκμᾶνι (Bergk L. G. ed. 2 p. 659). Hom. hat γέντο fünfmal, γέντο δ' ἱμάσθλην Versende Iliad. 8, 43. 13, 25; γέντο δὲ δοῦρε Versende, Iliad. 13, 241; γέντο δὲ χειρί

Greek (Liddell-Scott)

γέντο: ἥρπασεν, = ἔλαβεν, γ΄ ἑνικ. παλαιοῦ τινος ῥήματος εὑρισκόμενον μόνον ἐν τούτῳ τῷ τύπῳ, Ἰλ. Θ. 43, Ν. 25, 241, κτλ.·- λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἕλετο, ὡς κέντο ἀντὶ κέλετο, ἦνθον ἀντὶ ἦλθον, κατ’ ἄλλους ἐκ τῆς ῥίζης γεμ (γέμω). ΙΙ. συγκεκομμ. ἀντὶ ἐγένετο, ἴδε ἐν λ. γίγνομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. d’un verbe inus.
il prit, il saisit, acc..
Étymologie: pê éol. p. *Ϝέλετο, ἕλετο, 3ᵉ sg. ao.2 Moy. de αἱρέω.
23ᵉ sg. poét. (par sync. p. ἐγένετο) ao.2 de γίγνομαι.

English (Autenrieth)

defective aor. 3 sing: grasped. (Il.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [forma única de aor. 3 pers. sg.]
cogió, agarró γ. δ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον Il.8.43, cf. Call.Cer.43, Fr.355.

• Etimología: Quizá rel. γέμω q.u.
v. γίγνομαι.

Greek Monotonic

γέντο:I. έσφιξε γερά, γράπωσε = ἔλαβεν· βρίσκεται μόνο σε αυτόν τον τύπο, σε Ομήρ. Ιλ.· παραδίδεται ως Αιολ. αντί ἕλετο (Ϝέλετο), όπως το ἦνθον αντί ἦλθον.
II. συγκεκ. αντί ἐγένετο, βλ. γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

γέντο: I эп.-дор. (= ἐγένετο) 3 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.
II (3 л. sing. aor. от неупотреб. inf.) взял, схватил (χειρὶ ῥαιστῆρα Hom.).