δακτυλότριπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δακτῠλότριπτος:''' -ον ([[τρίβω]]), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''δακτῠλότριπτος:''' -ον ([[τρίβω]]), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δακτῠλότριπτος:''' стертый пальцами, т. е. стершийся от долгого употребления ([[ἄτρακτος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλότριπτος Medium diacritics: δακτυλότριπτος Low diacritics: δακτυλότριπτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΤΡΙΠΤΟΣ
Transliteration A: daktylótriptos Transliteration B: daktylotriptos Transliteration C: daktylotriptos Beta Code: daktulo/triptos

English (LSJ)

ον,

   A worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
usé par les doigts.
Étymologie: δάκτυλος, τρίβω.

Spanish (DGE)

(δακτῠλότριπτος) -ον
usado, gastado por los dedos, ἄτρακτος AP 6.247 (Phil.).

Greek Monolingual

δακτυλότριπτος, -ον (Α)
ο τριμμένος με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -τριπτος < τρίβω.

Greek Monotonic

δακτῠλότριπτος: -ον (τρίβω), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλότριπτος: стертый пальцами, т. е. стершийся от долгого употребления (ἄτρακτος Anth.).