δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' с косматой грудью (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύστερνος Medium diacritics: δασύστερνος Low diacritics: δασύστερνος Capitals: ΔΑΣΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: dasýsternos Transliteration B: dasysternos Transliteration C: dasysternos Beta Code: dasu/sternos

English (LSJ)

ον,

   A shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.

Greek (Liddell-Scott)

δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poitrine velue.
Étymologie: δασύς, στέρνον.

Spanish (DGE)

(δᾰσύστερνος) -ον
de pecho peludo o velludode fieras, Hes.Op.514, Νέσσος S.Tr.557, cf. Nonn.D.17.200, de leones, Nonn.D.2.45, 14.361, de una tribu india, Nonn.D.26.91, δεχνυμένη Σατύροιο δασυστέρνους ὑμεναίους aceptando unas bodas con un sátiro de velludo pecho Nonn.D.28.90, Πάν Nonn.D.42.197.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύστερνος, -ον)
όποιος έχει στέρνο δασύ, τριχωτό
νεοελλ.
1. δασύστερνα, τα
ζώα με πυκνές τρίχες στο στέρνο
2. το αρσ. ως ουσ. δασύστερνος
γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

δασύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύστερνος: с косматой грудью (θῆρες Hes.; Νέσσος Soph.).