διαβατέος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαβᾰτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει [[διαβατός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''διαβᾰτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει [[διαβατός]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαβᾰτέος:''' [adj. verb. к [[διαβαίνω]]<br /><b class="num">1)</b> переходимый, доступный для переправы ([[ποταμός]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> проходимый (τὸ [[νάπος]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12. II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6˙ νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut traverser.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que ha de ser atravesado ποταμός X.An.2.4.6, τὸ νάπος X.An.6.5.12.
Greek Monotonic
διαβᾰτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαβᾰτέος: [adj. verb. к διαβαίνω
1) переходимый, доступный для переправы (ποταμός Xen.);
2) проходимый (τὸ νάπος Xen.).