δικογραφία: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκογρᾰφία:''' ἡ ([[γράφω]]), [[σύνθεση]] δικανικών λόγων, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''δῐκογρᾰφία:''' ἡ ([[γράφω]]), [[σύνθεση]] δικανικών λόγων, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκογρᾰφία:''' ἡ составление судебных речей Isocr.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκογρᾰφία Medium diacritics: δικογραφία Low diacritics: δικογραφία Capitals: ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: dikographía Transliteration B: dikographia Transliteration C: dikografia Beta Code: dikografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A composition of forensic speeches, Isoc.15.2.

German (Pape)

[Seite 629] ἡ, Isocr. 15, 2, das Schreiben von Proceßredensür Andere.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκογρᾰφία: ἡ, ἡ σύνθεσις δικανικῶν λόγων, Ἰσοκρ. 310Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
plaidoyer rédigé pour autrui.
Étymologie: δίκη, γράφω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
composición de discursos forenses para otros, oratoria forense Isoc.15.2, cf. Philostr.VS 497.

Greek Monolingual

η (Α δικογραφία) δικογράφος
νεοελλ.
το σύνολο τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως
αρχ.
σύνταξη δικαστικών λόγων.

Greek Monotonic

δῐκογρᾰφία: ἡ (γράφω), σύνθεση δικανικών λόγων, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκογρᾰφία: ἡ составление судебных речей Isocr.