διετία: Difference between revisions
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διετία:''' ἡ ([[διετής]]), [[διάστημα]] [[δύο]] χρόνων, ετών, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διετία:''' ἡ ([[διετής]]), [[διάστημα]] [[δύο]] χρόνων, ετών, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διετία:''' ἡ двухлетие NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = διετηρίς, Ph.2.536, Act.Ap.24.27, 28.30; διετίᾳ Cleom.1.3, CIG5033 (Nubia), Inscr.Magn. 164.12, POxy.707.24 (ii A. D.), Theo Sm.p.136 H.; ἐκ διετίας βήσσοντα SIG1171.4 (Lebena).
Greek (Liddell-Scott)
διετία: ἡ, = διετηρίς, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 27, κη΄, 30· διετίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5033.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
durée de deux ans.
Étymologie: διετής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
período de dos años, bienio διετίας δὲ πληρωθείσης Act.Ap.24.27, διετίᾳ ... τὸν οἰκεῖον ἀνύειν κύκλον Cleom.1.2.27, τῇ δὲ λοιπῇ διετίᾳ τελέσαι POxy.707.24 (II d.C.), ἡ πρώτη δ. los primeros dos años, PThmouis 1.89.6 (II d.C.), cf. Ph.2.536, Plu.2.610e, Act.Ap.28.30, SEG 38.1462.91 (Enoanda II d.C.), CIG 5033.4 (Nubia), IM 164.12 (II d.C.), Theo Sm.136, OBodl.2176.12 (III d.C.), Vett.Val.149.9, giros prep. εἰς διετίαν para un período de dos años, PTeb.729.3 (II a.C.), IG 22.1368.147 (II d.C.), δαμιοργήσας δὲ ἐπὶ διετίαν IG 5(2).515.16 (Licosura I a./d.C.), cf. Pall.H.Laus.7.4, ἐντὸς διετίας en el plazo de dos años, IEphesos 411.5 (I d.C.), ἐκ διετίας desde hace dos años, ICr.1.17.17.4 (Lebena I a.C.), στεφανηφόρον πρὸ διετίας προφητείας siendo estefanéforo dos años antes de su profecía, Didyma 152.5, cf. 279b.10 (ambas II d.C.), μετὰ διετίαν τῆς [ἀπο] λύσεως dos años después del licenciamiento, BGU 180.7 (II/III d.C.), cf. IUrb.Rom.60.11 (IV d.C.), διὰ διετίαν OGN 47.5, cf. 8 (II/III d.C.).
English (Strong)
from διετής; a space of two years (biennium): two years.
English (Thayer)
διετίας, ἡ (from διετής, cf. τριετία, τετραετία), the space of two years: Philo in Flacc. § 16; (Graecus Venutus, Genesis 45:5).)
Greek Monolingual
η (AM διετία)
χρονικό διάστημα δύο ετών.
Greek Monotonic
διετία: ἡ (διετής), διάστημα δύο χρόνων, ετών, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διετία: ἡ двухлетие NT.