δύσνοια: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσνοια:''' ἡ ([[δύσνοος]]), εχθρική [[διάθεση]], [[δυσμένεια]], [[κακοβουλία]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''δύσνοια:''' ἡ ([[δύσνοος]]), εχθρική [[διάθεση]], [[δυσμένεια]], [[κακοβουλία]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσνοια:''' ἡ неприязнь, враждебность Soph., Eur., Plat. etc.
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοια Medium diacritics: δύσνοια Low diacritics: δύσνοια Capitals: ΔΥΣΝΟΙΑ
Transliteration A: dýsnoia Transliteration B: dysnoia Transliteration C: dysnoia Beta Code: du/snoia

English (LSJ)

ἡ,

   A disaffection, ill-will, malevolence, S.El.654, E.Hec.973, Pl.Tht.151d, Plu.Demetr.3, Phld. Lib.p.29 O., etc.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, das Uebelwollen, die Abgeneigtheit; Soph. El. 644; Eur. Hec. 975; in Prosa, Plat. Theaet. 151 d u. Sp., wie Plut. Dem. 3.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοια: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, δυσμένεια, Σοφ. Ἠλ. 654, Εὐρ. Ἑκ. 973, Πλάτ. Θεαιτ. 151D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: δύσνοος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mala voluntad, malevolencia ἐμοὶ δ. μὴ πρόσεστιν S.El.654, c. gen. obj. αὐτὸ μὴ δύσνοιαν ἡγήσει σέθεν E.Hec.973, ἀπιστία καὶ δ. Plu.Demetr.3, οὐ φθόνῳ μὲν οὐδέ γε δυσνοίᾳ Numen.24.64, op. εὔνοια Pl.Tht.151d, Ph.2.42, δ. δὲ ἐπιθυμία τοῦ κακῶς εἶναί τινι αὐτοῦ ἕνεκεν ἐκείνου Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Aristeas 270, Pythag.Ep.7.2, Phld.Lib.fr.60.7
c. prep. δ. ἐς τοὺς Θηβαίους Paus.9.13.8, ἡ πρὸς Ἡρώδην δ. I.AI 15.169, cf. D.C.41.63.5.

Greek Monolingual

δύσνοια, η (Α)
δυσμένεια, εχθρική διάθεση.

Greek Monotonic

δύσνοια: ἡ (δύσνοος), εχθρική διάθεση, δυσμένεια, κακοβουλία, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοια: ἡ неприязнь, враждебность Soph., Eur., Plat. etc.