δονακεύς: Difference between revisions
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δονᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[δόναξ]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θαμνώδης]] [[έκταση]] με καλάμια, [[καλαμιώνας]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δόναξ]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δονᾰκεύς:''' -έως, ὁ ([[δόναξ]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θαμνώδης]] [[έκταση]] με καλάμια, [[καλαμιώνας]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> = [[δόναξ]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δονᾰκεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ<br /><b class="num">1)</b> тростниковая заросль, камыши Hom.;<br /><b class="num">2)</b> Anth. = [[δόναξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆος or έως, ὁ, (δόναξ)
A thicket of reeds, Il.18.576: pl., Opp.H.4.507. II fowler, Id.C.1.73. III = δόναξ, AP 6.64 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 656] ὁ, 1) das Röhricht; Homer einmal, Iliad. 18, 576 παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, Scholl. Didym. φησὶ δὲ Διονύσιος γράφεσθαι καὶ δονακῆεν κατὰ τὸ οὐδέτερον, ὡς καὶ τὸν πευκῶνα πευκᾶεν. – Opp. Hal. 4, 506. – 2) der Vogelsteller mit Leimruthen, Opp. Cyn. 1, 73. – 3) = δόναξ; Paul. Sil. 50 (VI, 64).
Greek (Liddell-Scott)
δονᾰκεύς: έως, ὁ, (δόναξ) καλαμὼν (ἴδε ῥοδανός), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. ὀρνιθοθήρας, ἰξευτής, Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = δόναξ, Ἀνθ. Π. 6. 64.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 lieu plein de roseaux;
2 roseau;
3 oiseleur, qui tend des gluaux.
Étymologie: δόναξ.
English (Autenrieth)
(δόναξ): thicket of reeds, Il. 18.576†.
Spanish (DGE)
(δονᾰκεύς) -ῆος, ὁ
1 cañaveral παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il.18.576, δονακῆας ὑδρηλούς Opp.H.4.507, ἀπ' Ἰνδῴου δονακῆος Nonn.D.26.226, cf. 27.162, 44.234, Hsch.s.u. δόνακες.
2 cazador de aves con caña o vareta τρήρωνας ἕλον δονακῆες Opp.C.1.73.
3 caña ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων afilador de cañas que llevan un corte medial en la punta, e.d., cálamos, AP 6.64 (Paul.Sil.).
Greek Monolingual
δονακεύς, ο (Α)
1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας
2. δόναξ, καλάμι
3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα.
Greek Monotonic
δονᾰκεύς: -έως, ὁ (δόναξ),·
I. θαμνώδης έκταση με καλάμια, καλαμιώνας, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = δόναξ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δονᾰκεύς: έως, эп. ῆος ὁ
1) тростниковая заросль, камыши Hom.;
2) Anth. = δόναξ.