δυσμενέων: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσμενέων:''' μτχ. [[τύπος]] που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], εχθρικά διακείμενος, [[εχθρικός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''δυσμενέων:''' μτχ. [[τύπος]] που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή [[διάθεση]], εχθρικά διακείμενος, [[εχθρικός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσμενέων:''' 2, οντος Hom. = [[δυσμενής]] I.
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμενέων Medium diacritics: δυσμενέων Low diacritics: δυσμενέων Capitals: ΔΥΣΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: dysmenéōn Transliteration B: dysmeneōn Transliteration C: dysmeneon Beta Code: dusmene/wn

English (LSJ)

participial form, only masc.,

   A bearing ill-will, hostile, Od.2.72; δυσμενέοντες ib.73, 20.314.

German (Pape)

[Seite 683] οντος, feindlich gesinnt, einzeln stehendes particip., verhält sich zu δυσμενής wie ὑπερμενέων zu ὑπερμενής. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 δυσμενέων, 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμενέων: μετοχικὸς τύπος ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, ἐχθρός, Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες αὐτόθι 73, Υ. 314.

French (Bailly abrégé)

part. prés. masc. de l’inusité *δυσμενέω, c. δυσμεναίνω : mécontent, fâché.

Greek Monotonic

δυσμενέων: μτχ. τύπος που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή διάθεση, εχθρικά διακείμενος, εχθρικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμενέων: 2, οντος Hom. = δυσμενής I.