δυστόπαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δυστόπαστος:''' -ον ([[τοπάζω]]), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει [[κάποιος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυστόπαστος:''' с трудом отгадываемый, едва постижимый ([[αἴνιγμα]] Eur.; [[αἰτία]] Plut.): δ. [[εἰδέναι]] Eur. непознаваемый.
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστόπαστος Medium diacritics: δυστόπαστος Low diacritics: δυστόπαστος Capitals: ΔΥΣΤΟΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dystópastos Transliteration B: dystopastos Transliteration C: dystopastos Beta Code: dusto/pastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to guess, ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885; Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138, cf. Phld.Mort.37; αἰτία Plu.Rom. 21; κοσμοποιός Ph.1.570.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu errathen; αἴνιγμα Eur. Suppl. 150; εἰδέναι, schwer zu erkennen, Tr. 885; αἰτία Plut. Rom. 21; Demetr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δυστόπαστος: -ον, δυσείκαστος, ὅστις ποτ’ εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι Εὐρ. Τρῳ. 885· Φοίβου δυστόπαστ’ αἰνίγματα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à conjecturer, à deviner, à comprendre.
Étymologie: δυσ-, τοπάζω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de predecir, difícil de adivinar Φοίβου ... δυστόπαστ' αἰνίγματα E.Supp.138, de un dios ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστον εἰδέναι E.Tr.885, cf. Ph.1.467, 570, ἀόρατος καὶ δ. Ph.2.294, αἰτία Plu.Rom.21, cf. Demetr.38.

Greek Monolingual

δυστόπαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον φανταστεί ή να τον μαντέψει, δυσείκαστος.

Greek Monotonic

δυστόπαστος: -ον (τοπάζω), αυτός που είναι δύσκολο να μαντέψει κάποιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυστόπαστος: с трудом отгадываемый, едва постижимый (αἴνιγμα Eur.; αἰτία Plut.): δ. εἰδέναι Eur. непознаваемый.