δυσνίκητος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσνίκητος:''' -ον (νῑκάω), [[δύσκολος]] να τον κατακτήσει [[κάποιος]], δυσκολονίκητος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσνίκητος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> труднопобедимый ([[Πελοπίδας]] Plut.; [[ἔρως]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου [[φύσις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).
Greek (Liddell-Scott)
δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.
Greek Monolingual
δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.
Greek Monotonic
δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσνίκητος: (ῑ)
1) труднопобедимый (Πελοπίδας Plut.; ἔρως Anth.);
2) непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου φύσις Plut.).