Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διφάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ.
|lsmtext='''διφάσιος:''' [ᾰ], -α, -ον, = [[διπλάσιος]]·<br /><b class="num">I.</b> [[διττός]], [[διπλός]], [[διπλάσιος]], Λατ. [[bifarius]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ. = [[δύο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διφάσιος:''' (ᾰ) двойственный, двоякий, pl. тж. два, двое: αἰτίαι διφάσιαι λέγονται τοῦ θανάτου Her. о причинах смерти (Поликрата) рассказываются две версии; διφασίοισι γράμμασι [[χρᾶσθαι]] Her. пользоваться двумя родами письмен.
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐφάσιος Medium diacritics: διφάσιος Low diacritics: διφάσιος Capitals: ΔΙΦΑΣΙΟΣ
Transliteration A: diphásios Transliteration B: diphasios Transliteration C: difasios Beta Code: difa/sios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, Ion. Adj.,

   A of two kinds, γράμματα Hdt.2.36; αἰτίαι Id.3.122, cf. Schwyzer 725 (Milet.), Eus.Mynd.63.    II in pl., = δύο, Hdt.1.18, 2.17, al.

Greek (Liddell-Scott)

διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, Ἰων. ἐπίθ., διπλάσιος, διπλοῦς, διττός, Λατ. bifarius, Ἡρόδ. 2. 36., 3. 122 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. =δύο, ὁ αὐτ. 1. 18., 2. 17 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 double;
2 de double nature, de deux sortes.
Étymologie: δίς, φημί.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de dos clases γράμματα Hdt.2.36, αἰτίαι Hdt.1.70, 3.122, ἐφρόνεον δὲ διφασίας ἰδέας tenían la opinión dividida Hdt.6.100, μελίχματα Milet 1(3).31a.2 (VI/V a.C.), ὁδοὶ διφάσιαι Eus.Mynd.63.
2 doble τρώματα μεγάλα διφάσια dos grandes desastres Hdt.1.18, διφάσια στόματα doble boca (del Nilo), Hdt.2.17, εἰκόνες Hdt.2.182.
3 adv. -ίως de dos modos, Gloss.2.279.

• Etimología: Deriv. de δίφασος, comp. de δισ(σ)- y de un segundo término dud., quizá -φατος, de *bh°H2-, cf. φημί, como lat. bifariam; menos prob. la rel. c. φαίνομαι.

Greek Monotonic

διφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, = διπλάσιος·
I. διττός, διπλός, διπλάσιος, Λατ. bifarius, σε Ηρόδ.
II. στον πληθ. = δύο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διφάσιος: (ᾰ) двойственный, двоякий, pl. тж. два, двое: αἰτίαι διφάσιαι λέγονται τοῦ θανάτου Her. о причинах смерти (Поликрата) рассказываются две версии; διφασίοισι γράμμασι χρᾶσθαι Her. пользоваться двумя родами письмен.