ἔγκαρος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκᾰρος:''' ὁ ([[κάρ]], [[κάρα]]), [[εγκέφαλος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔγκᾰρος:''' ὁ ([[κάρ]], [[κάρα]]), [[εγκέφαλος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγκᾰρος:''' ὁ Anth. = [[ἐγκέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκᾰρος Medium diacritics: ἔγκαρος Low diacritics: έγκαρος Capitals: ΕΓΚΑΡΟΣ
Transliteration A: énkaros Transliteration B: enkaros Transliteration C: egkaros Beta Code: e)/gkaros

English (LSJ)

ὁ, (κάρ, κάρα)

   A the brain, AP9.519.3 (Alc.), Lyc.1104.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, das Gehirn, vgl. ἐγκάφαλος; Alc. Mess. 14 (IX, 519); Lycophr. 1104.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκᾰρος: ὁ, (κάρ, κάρα) ὁ ἐντὸς τῆς κάρας, κεφαλῆς, μυελός, ὡς τὸ ἐγκέφαλος, Ἀλκαῖος ἐν Ἀνθ. Π. 9. 519, 3, Λυκόφρ. 1104.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cerveau.
Étymologie: ἐν, κάρα.

Spanish (DGE)

(ἔγκᾰρος) -ου, ὁ cerebro, seso ἔγκαρον ἐχθροῦ ἀράξας AP 9.519 (Alc.Mess.), κύπελλον ἐγκάρῳ ῥανεῖ salpicará con su cerebro la tina Lyc.1104.

• Etimología: Comp. de ἐν y κάρα ‘cabeza’, q.u., formado sobre el modelo de ἐγκέφαλος.

Greek Monolingual

ἔγκαρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα στο κεφάλιἔγκαρος... μυελός»).

Greek Monotonic

ἔγκᾰρος: ὁ (κάρ, κάρα), εγκέφαλος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκᾰρος: ὁ Anth. = ἐγκέφαλος.