ἐκλαγχάνω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκλαγχάνω:''' (fut. ἐκλήξομαι, aor. 2 ἐξέλαχον) получать в удел, обретать (τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες Soph.; κακῶν [[μέρος]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 31 December 2018
English (LSJ)
pf. ἐκλέλογχα condemned by Luc.Sol.5 :—
A obtain by lot or fate, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός S.El.760; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες Id.OC1337 ; κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ar.Th.1071.
German (Pape)
[Seite 766] (s. λαγχάνω), durchs Schicksal oder Loos zugetheilt bekommen, erlangen; ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός Soph. El. 750; μέρος Ar. Th. 1071; vgl. Luc. Soloec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκλήξομαι, ao.2 ἐξέλαχον, etc.
obtenir du sort ou pour lot.
Étymologie: ἐκ, λαγχάνω.
Spanish (DGE)
tocarle a uno en suerte ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός para que le toque una tumba en la tierra de sus padres S.El.760, c. ac. int. τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες tras haber corrido la misma suerte S.OC 1337, τί ποτ' ... περίαλλα κακῶν μέρος ἐξέλαχον; Ar.Th.1071 (= E.Fr.Andr.2).
Greek Monolingual
ἐκλαγχάνω (Α)
μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.
Greek Monotonic
ἐκλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, κερδίζω με λαχνό ή σε κλήρωση, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλαγχάνω: (fut. ἐκλήξομαι, aor. 2 ἐξέλαχον) получать в удел, обретать (τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες Soph.; κακῶν μέρος Arph.).