ἐκκορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκορίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόρις]]), [[καθαρίζω]] από κοριούς, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐκκορίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κόρις]]), [[καθαρίζω]] από κοριούς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκορίζω:''' шутл. (о клопах) уничтожать (τοὺς [[κόρις]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκορίζω Medium diacritics: ἐκκορίζω Low diacritics: εκκορίζω Capitals: ΕΚΚΟΡΙΖΩ
Transliteration A: ekkorízō Transliteration B: ekkorizō Transliteration C: ekkorizo Beta Code: e)kkori/zw

English (LSJ)

(κόρις)

   A to clear of bugs, AP9.113 (Parmen.), cf.foreg.    II (κόρη) sens. obsc., Eup.233.

German (Pape)

[Seite 764] auswanzen, τοὺς κόρις Parmen. 11 (IX, 113); vgl. Eupol. Schol. Ar. Pax 1176.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκορίζω: (κόρις) «ξεκοριάζω», φονεύω κοριούς, «οἱ κόρις ἄχρι κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸς τοὺς κόρις ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.

French (Bailly abrégé)

déflorer.
Étymologie: ἐκ, κόρη.

Spanish (DGE)

1 limpiar esp. de chinches τί ... μ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον; Ar.Fr.277, cf. Thphr.Char.22.12, τοὺς κόρις ἐκκορίσας habiendo limpiado de chinches, AP 9.113 (Parmen.).
2 desvirgar τὸν κύσθον ἐκκορίζειν Eup.247.

Greek Monolingual

ἐκκορίζω (Α)
1. σκοτώνω κοριούς
2. διακορεύω.

Greek Monotonic

ἐκκορίζω: μέλ. -σω (κόρις), καθαρίζω από κοριούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκορίζω: шутл. (о клопах) уничтожать (τοὺς κόρις Anth.).