ἐμβολεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐμβολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἐμβάλλω]]), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. [[πάσσαλος]], [[έμβολο]])· [[σκαλιστήρι]] για την [[καλλιέργεια]] [[φυτών]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβολεύς:''' εως adj. m с.-х. сажальный, служащий для приготовления ямок при посадке ([[πάσσαλος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβολεύς Medium diacritics: ἐμβολεύς Low diacritics: εμβολεύς Capitals: ΕΜΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: emboleús Transliteration B: emboleus Transliteration C: emvoleys Beta Code: e)mboleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A anything put in: piston, Hero Spir.1.28, cf. Hsch.s.v. κίουρος; peg, Anthem.pp.151,152 W.; dibble or stick for setting plants, AP6.21.6.    II model (usu. wooden) for metal fittings or stone-work, Ph.Bel.70.13, Hero Bel.96.5.

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, Alles, was hineingesteckt wird, Pflock, Pfropf, Sp.; κράμβης ἐμβ., = πάσσαλος, Ep. ad. 176 (VI, 21), das Holz, mit welchem beim Kohlpflanzen Löcher in die Erde gemacht werden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβολεύς: έως, ὁ, (ἐμβάλλω) πᾶν ὅ,τι ἐμβάλλεται εἴς τι, πάσσαλος, ἔμβολον, Ἥρων Πνευμ. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει κίουρος· ξύλον δι’ οὗ ἀνοίγονται ὀπαὶ εἰς τὸ ἔδαφος πρὸς φύτευσιν, φυτευτήριον, Ἀνθ. Π. 6. 21.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
ce qu’on enfonce ou ce qui sert à enfoncer :
1 plantoir;
2 pieu, cheville;
3 forme, gabarit, mandrin.
Étymologie: ἐμβάλλω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 émbolo Hero Spir.1.28, cf. Hsch.s.u. κίουρος.
2 agr. instrumento plantador de plantones de hortalizas, almocafre, AP 6.21.
3 en óptica superficie de incidencia ἐσόπτρου Anthem.47.17.
4 modelo, molde ξύλινος Ph.Bel.70.9, cf. Hero Bel.96.5.

Greek Monolingual

ο
βλ. εμβολέας.

Greek Monotonic

ἐμβολεύς: -έως, ὁ (ἐμβάλλω), οτιδήποτε τοποθετείται, μπήγεται, μπαίνει μέσα, καρφώνεται (π.χ. πάσσαλος, έμβολοσκαλιστήρι για την καλλιέργεια φυτών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβολεύς: εως adj. m с.-х. сажальный, служащий для приготовления ямок при посадке (πάσσαλος Anth.).