ἐμπερόνημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπερόνημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), [[ένδυμα]] που συγκρατείται με [[περόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]] πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐμπερόνημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), [[ένδυμα]] που συγκρατείται με [[περόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]] πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> <i>n</i> [ἐν]<br />a [[garment]] fastened with a [[brooch]] on the [[shoulder]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπερόνημα Medium diacritics: ἐμπερόνημα Low diacritics: εμπερόνημα Capitals: ΕΜΠΕΡΟΝΗΜΑ
Transliteration A: emperónēma Transliteration B: emperonēma Transliteration C: emperonima Beta Code: e)mpero/nhma

English (LSJ)

Dor. ἐμπερόν-ᾱμα, ατος, τό,

   A a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theoc.15.34.    II clasp, brooch, Agath.3.15.

German (Pape)

[Seite 812] τό, das mit Spangen über den Schultern befestigte Gewand, Theocr. 15, 34, Schol. δίπλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερόνημα: Δωρ. ᾱμα, τὸ ἔνδυμα συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. περονητρίς, περόνημα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): -νᾱμα Theoc.15.34
1 capa o manto doble sujeto con fíbula τὸ καταπτυχὲς ἐ. Theoc.l.c.
2 broche, fíbula τὸ ἐ. τῆς χλαμύδος Agath.3.15.2.

Greek Monotonic

ἐμπερόνημα: Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), ένδυμα που συγκρατείται με περόνη, καρφίτσα, πόρπη πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

n n [ἐν]
a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theocr.