ἐξαράομαι: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαράομαι:''' αποθ., [[ξεστομίζω]] κατάρες, [[καταριέμαι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐξαράομαι:''' αποθ., [[ξεστομίζω]] κατάρες, [[καταριέμαι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαράομαι:''' <b class="num">1)</b> проклинать: ἐ. ἀρὰς κακάς τινι Soph. in tmesi осыпать страшными проклятиями кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> торжественно освящать (sc. τὸν καινὸν [[νεών]] Aeschin. - v. l. ἐξείργομαι).
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰράομαι Medium diacritics: ἐξαράομαι Low diacritics: εξαράομαι Capitals: ΕΞΑΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: exaráomai Transliteration B: exaraomai Transliteration C: eksaraomai Beta Code: e)cara/omai

English (LSJ)

   A utter curses, ἐκ δ' ἀρὰς ἠρᾶτο S.Ant.427.    II dedicate with solemn prayers, νεών Aeschin.3.116.

German (Pape)

[Seite 871] ἐξαράσασθαι od. ἐξάρασθαι (ἐξαρᾶσθαι?) als v. l. für ἐξειργάσθαι Aesch. 3, 116; VLL. erkl. durch Gebete einweihen. In tmesi ἐκ δ' ἀρὰς ήρᾶτο Soph. Ant. 423.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαράομαι: ἀποθ., καταρῶμαι, μετὰ συστ. αἰτ., ἐκ δ’ ἀρὰς κακὰς ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις Σοφ. Ἀντ. 427. ΙΙ. τελῶ εὐχάς, ἐπὶ ἱδρύσεως ναοῦ, ὅτι χρυσᾶς ἀσπίδας ἀνέθηκεν (ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων) πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαράσασθαι, «ἐξαράσασθαι δέ ἐστι τὸ ἐκτελέσαι τὰς ἀράς, τουτέστι τὰς εὐχάς, ἃς ἐπὶ ταῖς ἱδρύσεσι τῶν ναῶν εἰώθασι ποιεῖσθαι» (Ἁρποκρ.), Αἰσχίν. Κατὰ Κτησιφ. 32. 3. Διάφορ. γραφ. πρὶν ἐξειργάσθαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
seul. inf. ao. ἐξαράσασθαι;
dédier avec des prières solennelles.
Étymologie: ἐξ, ἀράομαι.

Spanish (DGE)

1 maldecir c. ac. int. ἐκ δ' ἀρὰς κακὰς ἠρᾶτο S.Ant.427 (tm.).
2 hacer votos a los dioses, antes de la dedicación de un templo, Harp.s.u. ἐξαράσασθαι, Phot.ε 1109.

Greek Monotonic

ἐξαράομαι: αποθ., ξεστομίζω κατάρες, καταριέμαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαράομαι: 1) проклинать: ἐ. ἀρὰς κακάς τινι Soph. in tmesi осыпать страшными проклятиями кого-л.;
2) торжественно освящать (sc. τὸν καινὸν νεών Aeschin. - v. l. ἐξείργομαι).