ἐπαγείρω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰγείρω:''' μέλ. <i>-ᾰγερῶ</i>, [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπᾰγείρω:''' μέλ. <i>-ᾰγερῶ</i>, [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]], λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγείρω:''' собирать, нагромождать, накоплять (λαὸν ἐς ὄχθον Pind. - in tmesi); παλίλλογα ἐ. Hom. возвращать то, что было получено; ἐπὶ ἔθνεα ἀγείρετο Hom. сонмы (душ) слетелись.
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰγείρω Medium diacritics: ἐπαγείρω Low diacritics: επαγείρω Capitals: ΕΠΑΓΕΙΡΩ
Transliteration A: epageírō Transliteration B: epageirō Transliteration C: epageiro Beta Code: e)pagei/rw

English (LSJ)

   A gather together, collect, of things, Il.1.126:—Pass., of men, assemble, πρὶν ἐπὶ ἔθνε' ἀγείρετο Od.11.632, cf. Pi.P.9.54 (Act.).

German (Pape)

[Seite 893] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγείρω: συναθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ ἅπαξ φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93.

French (Bailly abrégé)

rassembler.
Étymologie: ἐπί, ἀγείρω.

English (Autenrieth)

bring together, Il. 1.126†.

English (Slater)

ἐπαγείρω
   1 call together “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” (P. 9.54)

Greek Monolingual

ἐπαγείρω (Α)
συναθροίζω, συγκεντρώνω («λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγείρω «συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἐπᾰγείρω: μέλ. -ᾰγερῶ, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰγείρω: собирать, нагромождать, накоплять (λαὸν ἐς ὄχθον Pind. - in tmesi); παλίλλογα ἐ. Hom. возвращать то, что было получено; ἐπὶ ἔθνεα ἀγείρετο Hom. сонмы (душ) слетелись.