ἐπάνωθεν: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάνωθεν:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] -θε· επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> από το πάνω [[μέρος]], πάνω από, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ ἐπ</i>. οι προγενέστεροι, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπάνωθεν:''' [[πριν]] από [[φωνήεν]] -θε· επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> από το πάνω [[μέρος]], πάνω από, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ ἐπ</i>. οι προγενέστεροι, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> from [[above]], [[above]], Eur., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> οἱ ἐπ. men of [[former]] [[time]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 14:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνωθεν Medium diacritics: ἐπάνωθεν Low diacritics: επάνωθεν Capitals: ΕΠΑΝΩΘΕΝ
Transliteration A: epánōthen Transliteration B: epanōthen Transliteration C: epanothen Beta Code: e)pa/nwqen

English (LSJ)

or ἐπάντλ-ωθε, Adv.

   A above, on top, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι E.Alc.463: c. gen., Pl.Ti.45a, Luc.Epigr.39.    2 up country, inland, Th.2.99.    II of Time, of old, χαῶν τῶν ἐ. prob. in Theoc.7.5; τῶν ἐπάνωθε μουσοποιῶν Id.Ep.22.3; ἐν τοῖς ἐ. in former times, CPR188.19 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 903] von oben her, drüber, Eur. Alc. 463; ἡμῶν Tim. Locr. 45 a; Thuc. 2, 99; χαῶν τῶν ἐπ. Theocr. 7, 5, die Edeln der Vorzeit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνωθεν: Ἐπίρρ., ἐν τοῖς ἄνω μέρεσιν, ἐν τῇ ὀρεινῇ, καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, «τῆς ἄνω Μακεδονίας» (Δούκας), Θουκ. 2. 99· μετὰ γεν., ἐπάνωθεν ἡμῶν, εἰς τὸ ἀνώτατον μέρος ἡμῶν, Πλάτ. Τίμ. 45Α. 2) ἐπὶ χρόνου, οἱ ἐπάνωθεν, οἱ ἐν προτέροις χρόνοις, οἱ προγενέστεροι, Θεόκρ. 7. 5. ― Ὁ τύπος ἐπάνωθε ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 463, κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, ἐλαφρὸν νὰ πέσῃ τὸ χῶμα ἐπάνω σου.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de dessus, d’en haut;
2 d’autrefois.
Étymologie: ἐπάνω, -θεν.

Greek Monotonic

ἐπάνωθεν: πριν από φωνήεν -θε· επίρρ.,
1. από το πάνω μέρος, πάνω από, σε Ευρ., Θουκ.
2. οἱ ἐπ. οι προγενέστεροι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


1. from above, above, Eur., Thuc.
2. οἱ ἐπ. men of former time, Theocr.