ἐριούνης: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐριούνης:''' και [[ἐρι-]][[ούνιος]], ὁ, Ομηρ. επίθ. του Ερμή (πιθ. από τα [[ἐρι-]], [[ὀνίνημι]]), αυτός που ωφελεί [[πάρα]] [[πολύ]], [[πρόξενος]] ευτυχίας, αυτός που φέρνει [[τύχη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐριούνης:''' και [[ἐρι-]][[ούνιος]], ὁ, Ομηρ. επίθ. του Ερμή (πιθ. από τα [[ἐρι-]], [[ὀνίνημι]]), αυτός που ωφελεί [[πάρα]] [[πολύ]], [[πρόξενος]] ευτυχίας, αυτός που φέρνει [[τύχη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριούνης:''' ὁ Hom. = [[ἐριούνιος]].
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριούνης Medium diacritics: ἐριούνης Low diacritics: εριούνης Capitals: ΕΡΙΟΥΝΗΣ
Transliteration A: erioúnēs Transliteration B: eriounēs Transliteration C: erioynis Beta Code: e)riou/nhs

English (LSJ)

ὁ, v. sq.

German (Pape)

[Seite 1030] ὁ, = Folgdm, Il. 20, 34 Od. 8, 322.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριούνης: ὁ, ἴδε τὸ ἐπόμ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ),
c. ἐριούνιος, le bienfaisant (Hermès), IL. 20.34, OD. 8.322.
Étymologie: ἐρι-, ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

and ἐριούνιος (ὀνίνημι): helpful, the Helper, epith. of Hermes; subst., Il. 24.440.

Greek Monotonic

ἐριούνης: και ἐρι-ούνιος, ὁ, Ομηρ. επίθ. του Ερμή (πιθ. από τα ἐρι-, ὀνίνημι), αυτός που ωφελεί πάρα πολύ, πρόξενος ευτυχίας, αυτός που φέρνει τύχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριούνης: ὁ Hom. = ἐριούνιος.