ἐπιθαλάμιος: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιθᾰλάμιος:''' -ον ([[θάλαμος]]), [[γαμήλιος]], σε Λουκ.· ως ουσ., [[ἐπιθαλάμιος]], <i>ὁ</i>, ή <i>ἡ</i> (ενν. [[ὕμνος]] ή [[ᾠδή]]), γαμήλιο [[τραγούδι]], σε Θεόκρ., Λουκ. | |lsmtext='''ἐπιθᾰλάμιος:''' -ον ([[θάλαμος]]), [[γαμήλιος]], σε Λουκ.· ως ουσ., [[ἐπιθαλάμιος]], <i>ὁ</i>, ή <i>ἡ</i> (ενν. [[ὕμνος]] ή [[ᾠδή]]), γαμήλιο [[τραγούδι]], σε Θεόκρ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθᾰλάμιος:''' свадебный, брачный ([[ἐπιβουλή]] Luc.): ὁ ἐ. (sc. [[ὕμνος]]) или ἡ ἐ. (sc. ῷδή) Theocr., Luc. эпиталама, свадебная песнь. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A belonging to a bridal, nuptial, ἐπιβουλή Luc.Salt.44; ἐ. ᾠδαί D.H.Rh.4.1. II. Subst. ἐπιθαλάμιος (sc. ὕμνος or ᾠδή), ὁ or ἡ, bridal song, sung in chorus before the bridal chamber, Theoc. 18tit., Luc.Symp.40, Him.Or.1.1.
German (Pape)
[Seite 942] zum Brautgemach gehörig, hochzeitlich; ἐπιβουλή, Luc. salt. 44; λόγος, Rhett.; auch ohne diesen Zusatz, Hochzeitsrede, u. ὕμνος, Hochzeitslied, welches vor dem Schlafgemach der Neuvermählten gesungen wurde, Theocr. 18; Luc. conv. 40; Himer. or. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nuptial ; ὁ ἐπιθαλάμιος (ὕμνος), τὸ ἐπιθαλάμιον chant nuptial, épithalame.
Étymologie: ἐπί, θάλαμος.
Greek Monotonic
ἐπιθᾰλάμιος: -ον (θάλαμος), γαμήλιος, σε Λουκ.· ως ουσ., ἐπιθαλάμιος, ὁ, ή ἡ (ενν. ὕμνος ή ᾠδή), γαμήλιο τραγούδι, σε Θεόκρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθᾰλάμιος: свадебный, брачный (ἐπιβουλή Luc.): ὁ ἐ. (sc. ὕμνος) или ἡ ἐ. (sc. ῷδή) Theocr., Luc. эпиталама, свадебная песнь.