ἐπιθεσπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθεσπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, λέγεται για την [[ιέρεια]] [[Πυθία]], [[προφητεύω]] ή [[μαντεύω]], [[προλέγω]] το [[μέλλον]] καθισμένος πάνω σε, <i>τῷ τρίποδι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπιθεσπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, λέγεται για την [[ιέρεια]] [[Πυθία]], [[προφητεύω]] ή [[μαντεύω]], [[προλέγω]] το [[μέλλον]] καθισμένος πάνω σε, <i>τῷ τρίποδι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιθεσπίζω:''' культ. изрекать пророчества, прорицать (τῷ τρίποδι Her.).
}}
}}

Revision as of 20:29, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθεσπίζω Medium diacritics: ἐπιθεσπίζω Low diacritics: επιθεσπίζω Capitals: ΕΠΙΘΕΣΠΙΖΩ
Transliteration A: epithespízō Transliteration B: epithespizō Transliteration C: epithespizo Beta Code: e)piqespi/zw

English (LSJ)

of Triton,

   A prophesy or divine upon, τῷ τρίποδι Hdt. 4.179.    II. of an oracle, give sanction, τινί D.H.2.6; ἐ. βασιλείαν τινί Id.3.35.    III. apply a prophecy, τὰ Τειρεσίου ἑαυτῷ Philostr. VA7.4.

German (Pape)

[Seite 942] 1) darauf Orakel verkündigen, τῷ τρίποδι, auf dem Dreifuß sitzend, Her. 4, 179; ταύτας τὰς φωνὰς ἐπιθεσπίσαντες ἀπέπλευσαν Dion. Hal. exc. Reisk. p. 2342. – 2) von Orakeln od. Göttern, beistimmen, gutheißen, τινί, D. Hal. 2, 6; τοὺς θεοὺς ἔδει τὴν βασιλείαν αὐτῷ δι' οἰωνῶν αἰσίων ἐπιθεσπίσαι, ihm zusagen, 3, 35; πρὸς τοῦ θεοῦ ἐπιθεσπισθῆναι ὡς θεὸν τιμᾶν Ἡρακλέα Arr. An. 4, 11, 7.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle sur : τῷ τρίποδι HDT sur le trépied.
Étymologie: ἐπί, θεσπίζω.

Greek Monolingual

ἐπιθεσπίζω (Α)
1. προφητεύω καθισμένος σε τρίποδα
2. (για χρησμούς, οιωνούς) επιβεβαιώνω, εγκρίνω
3. βρίσκω μια προφητεία επαληθευμένη.

Greek Monotonic

ἐπιθεσπίζω: μέλ. -σω, λέγεται για την ιέρεια Πυθία, προφητεύω ή μαντεύω, προλέγω το μέλλον καθισμένος πάνω σε, τῷ τρίποδι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθεσπίζω: культ. изрекать пророчества, прорицать (τῷ τρίποδι Her.).