ἔσκον: Difference between revisions
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔσκον:''' Επικ. και Ιων. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). | |lsmtext='''ἔσκον:''' Επικ. και Ιων. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔσκον:''' эп.-ион. (= ἦν) 1 л. sing. impf. к [[εἰμί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. and Ion. impf. of εἰμί
A sum (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1042] impf. von εἰμί, ich war, Il. 7, 153 u. öfter; ἔσκε, er war, Hom., Her.; Aesch. Pers. 648 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσκον: Ἐπικ. καὶ Ἰων. παρατ. τοῦ εἰμί, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Η 153· λίαν συχν. ἐν τῷ γ΄ προσ. ἔσκε, οὐδέποτε ἐν τῷ β΄ ἔσκες.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. impf. épq. de εἰμί.
English (Autenrieth)
see εἰμί.
Greek Monolingual
ἔσκον (Α)
ιων. και επικ. τ. πρτ. του ρ. εἰμί.
Greek Monotonic
ἔσκον: Επικ. και Ιων. παρατ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔσκον: эп.-ион. (= ἦν) 1 л. sing. impf. к εἰμί.