εὔπτορθος: Difference between revisions
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔπτορθος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔπτορθος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-πτορθος, ον<br />[[finely]] [[branching]], of horns, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A finely branching, of horns, APl.4.96.4.
German (Pape)
[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.
Greek Monolingual
εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].
Greek Monotonic
εὔπτορθος: -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.