εὐρύπορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύπορος:''' -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπου [[εκεί]] όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά [[βούληση]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''εὐρύπορος:''' -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπου [[εκεί]] όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά [[βούληση]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύπορος:''' с широкими путями, обширный ([[θάλασσα]] Hom., Aesch.).
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠπορος Medium diacritics: εὐρύπορος Low diacritics: ευρύπορος Capitals: ΕΥΡΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýporos Transliteration B: euryporos Transliteration C: evryporos Beta Code: eu)ru/poros

English (LSJ)

ον,

   A with broad ways, in Hom. always of the sea (as εὐρυόδεια of the earth), where all may roam at will, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381, cf. Od.4.432, 12.2, A. Pers.108.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breiten Pfaden, θάλασσα, das nach allen Richtungen hin befahren werden kann, Il. 15. 381 Od. 4, 432. 12, 2; Aesch. Pers. 108; sp. Ep. Vgl. εὐρυόδειος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύπορος: -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ εὐρυόδεια ἐπὶ τῆς γῆς), ἔνθα πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large passage, vaste, immense.
Étymologie: εὐρύς, πόρος.

English (Autenrieth)

(πόρος): wide-traversed, epith. of the sea (cf. εὐρυόδεια), always θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)

Greek Monolingual

εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)
(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + πόρος.

Greek Monotonic

εὐρύπορος: -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη θάλασσα, όπου εκεί όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά βούληση, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύπορος: с широкими путями, обширный (θάλασσα Hom., Aesch.).