εὔσχιστος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔσχιστος:''' -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔσχιστος:''' -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-σχιστος, ον<br />[[easily]] [[split]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easy to split, Thphr.HP5.6.3, Dsc.5.127. 2 well-split, of a pen, AP6.227 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1101] poet. auch ἐΰσχιστος, wohl gespalten, leicht zu spalten, Theophr.; ῥοιή Crinag. 6 (VI, 232); κέρατα id. (VI, 227).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσχιστος: -ον, εὐκόλως σχιζόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6. 3, Ἀνθ. Π. 6. 227.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien fendu ; facile à fendre.
Étymologie: εὖ, σχίζω.
Greek Monolingual
εὔσχιστος, -ον (ΑΜ)
1. ευκολόσχιστος
2. (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
εὔσχιστος: -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ.