εὔπλωτος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλωτος:''' -ον, [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], λέγεται για θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔπλωτος:''' -ον, [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], λέγεται για θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλωτος:''' благоприятствующий плаванию ([[κῦμα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 09:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλωτος Medium diacritics: εὔπλωτος Low diacritics: εύπλωτος Capitals: ΕΥΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: eúplōtos Transliteration B: euplōtos Transliteration C: eyplotos Beta Code: eu)/plwtos

English (LSJ)

ον,

   A favourable to sailing, κῦμα AP10.25 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1089] gut zu beschissen, κῦμα, Antp. Th. 18 IX, 251.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλωτος: -ον, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, κῦμα Ἀνθ. Π. 10. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à une bonne navigation.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Greek Monolingual

εὔπλωτος, -ον (Α)
ευνοϊκός για τον πλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»].

Greek Monotonic

εὔπλωτος: -ον, ευνοϊκός, αίσιος, λέγεται για θαλασσινό ταξίδι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλωτος: благоприятствующий плаванию (κῦμα Anth.).