εὔχρυσος: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔχρῡσος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε [[χρυσάφι]], λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὔχρῡσος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε [[χρυσάφι]], λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔχρῡσος:''' богатый золотом ([[Πακτωλός]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rich in gold, of the Pactolus, S.Ph.394 (lyr.); Σάρδεις Max.Tyr.27.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1110] goldreich, Πακτωλός Soph. Phil. 393.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος εἰς χρυσόν, ἐπὶ τοῦ Πακτωλοῦ, Σοφ. Φιλ. 394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en or.
Étymologie: εὖ, χρυσός.
Greek Monolingual
εὔχρυσος, -ον (Α)
πλούσιος, άφθονος σε χρυσό («τὸν μέγαν Πακτωλὸν ἐύχρυσον», Σοφ.).
Greek Monotonic
εὔχρῡσος: -ον, πλούσιος σε χρυσάφι, λέγεται για τον Πακτωλό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχρῡσος: богатый золотом (Πακτωλός Soph.).