Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐκέραος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκέραος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. [[εὔκερως]], <i>-ων</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''εὐκέραος:''' -ον ([[κέρας]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. [[εὔκερως]], <i>-ων</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκέραος:''' Anth. = [[εὔκερως]].
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκέρᾰος Medium diacritics: εὐκέραος Low diacritics: ευκέραος Capitals: ΕΥΚΕΡΑΟΣ
Transliteration A: eukéraos Transliteration B: eukeraos Transliteration C: efkeraos Beta Code: eu)ke/raos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful horns, Mosch.2.52; Διόνυσος AP9.827 (Ammon.).

German (Pape)

[Seite 1074] = εὔκερως; Διόνυσος Ammon. 2 (IX, 827); Μήνη Man. 1, 74; βόες Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέραος: -ον, ἔχων ὡραῖα κέρατα, Μόσχ. 9. 52, Ἀνθ. Π. 9. 827· πρβλ. εὔειρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.

Greek Monotonic

εὐκέραος: -ον (κέρας), αυτός που έχει ωραία κέρατα, σε Μόσχ.· συνηρ. εὔκερως, -ων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκέραος: Anth. = εὔκερως.