εὔπηνος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπηνος:''' -ον ([[πήνη]]), καλοϋφασμένος, ωραιόπλεχτος, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔπηνος:''' -ον ([[πήνη]]), καλοϋφασμένος, ωραιόπλεχτος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπηνος:''' красиво сотканный, тонкотканный (ὑφαί Eur.).
}}
}}

Revision as of 21:15, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπηνος Medium diacritics: εὔπηνος Low diacritics: εύπηνος Capitals: ΕΥΠΗΝΟΣ
Transliteration A: eúpēnos Transliteration B: eupēnos Transliteration C: eypinos Beta Code: eu)/phnos

English (LSJ)

ον, (πήνη)

   A of fine texture, ὑφαί E.IT312, 814.

German (Pape)

[Seite 1088] schön gewebt, ὑφαί, Eur. I. T. 312 (v. l. für εὔπηκτος). 814. 1465.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπηνος: -ον, (πήνη) καλῶς ὑφασμένος, ὑφαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 312, 814, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une belle trame.
Étymologie: εὖ, πήνη.

Greek Monolingual

εὔπηνος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά υφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτό-πηνος, πολύ-πηνος].

Greek Monotonic

εὔπηνος: -ον (πήνη), καλοϋφασμένος, ωραιόπλεχτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπηνος: красиво сотканный, тонкотканный (ὑφαί Eur.).