θεοείκελος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεοείκελος:''' -ον, όμοιος με θεό, σε Όμηρ. | |lsmtext='''θεοείκελος:''' -ον, όμοιος με θεό, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοείκελος:''' Hom. = [[θεοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A godlike, of Achilles, Il.1.131, al.; of Telemachus, Od.3.416; of Hector and Andromache, Sapph.Supp.20c.6: in Prose, Pl.R.501b, Them.Or.6.79a.
German (Pape)
[Seite 1195] = Vorigem; Achilles, ll. 1, 131, Telemach, Od. 3, 416; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεοείκελος: -ον, ὅμοιος θεῷ, Ὅμ., ὅστις ἔχει τὴν λέξιν ὡς συνώνυμον τῷ θεοειδής, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 131 κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Τηλεμάχου, Ὀδ. Γ. 416.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θεοειδής.
English (Autenrieth)
(ϝείκελος): like the gods, god-like, of persons.
Greek Monolingual
θεοείκελος, -ον (AM)
αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ' Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + είκελος «παρόμοιος»].
Greek Monotonic
θεοείκελος: -ον, όμοιος με θεό, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
θεοείκελος: Hom. = θεοειδής.