ἱππαρχία: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππαρχία:''' ἡ, [[αξίωμα]] του <i>ἱππάρχου</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἱππαρχία:''' ἡ, [[αξίωμα]] του <i>ἱππάρχου</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱππαρχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> звание или должность гиппарха Xen.;<br /><b class="num">2)</b> гиппархия (конная войсковая часть численностью около 500 человек) Arst., Polyb., Diod., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office of ἵππαρχος, X.Ath.1.3 (pl.); of the magister equitum, D.C. Fr.36.26, Lyd.Mag.2.13. II a squadron of horse such as he commands, Plb.10.23.4, D.S.17.57, Str.17.1.12, Plu.Eum.7, Arr.An. 1.24.3; consisting of 512 men, Ascl.Tact.7.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1257] ἡ, Würde des ἵππαρχος, Xen. Ath. 1, 3; -eine größere Reiterabtheilung, ein Regiment, nach Ael. 512 Mann, Pol. 10, 21, 4 D. Sic. 17, 57.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱππάρχου, Ξεν. Ἀθ. 1, 3. ΙΙ. σῶμα ἱππικοῦ διοικούμενον ὑπὸ τοῦ ἱππάρχου, Πολύβ. 10. 23, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 commandement d’un corps de cavalerie;
2 régiment de cavalerie (de 512 hommes).
Étymologie: ἵππαρχος.
Greek Monolingual
η (Α ἱππαρχία) ίππαρχος
νεοελλ.
παλαιότερη ονομασία συντάγματος ιππικού
αρχ.
1. το αξίωμα του ιππάρχου
2. σώμα ιππικού διοικούμενο από ίππαρχο.
Greek Monotonic
ἱππαρχία: ἡ, αξίωμα του ἱππάρχου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱππαρχία: ἡ1) звание или должность гиппарха Xen.;
2) гиппархия (конная войсковая часть численностью около 500 человек) Arst., Polyb., Diod., Plut.