θι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῐ:'''<b class="num">I.</b> αρχικά [[κατάληξη]] της γεν., όπως στο [[Ἰλιόθι]], [[πρό]], [[ἠῶθι]] [[πρό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. [[σημασία]], υποδηλώνοντας το [[μέρος]] στο οποίο, [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], κ.λπ.
|lsmtext='''θῐ:'''<b class="num">I.</b> αρχικά [[κατάληξη]] της γεν., όπως στο [[Ἰλιόθι]], [[πρό]], [[ἠῶθι]] [[πρό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. [[σημασία]], υποδηλώνοντας το [[μέρος]] στο οποίο, [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῐ:''' энклитический суффикс со значением:<br /><b class="num">1)</b> в (на вопрос «где?»): [[κηρόθι]] Hom. в сердце; [[οἴκοθι]] Hom. дома, в доме; [[ἄλλοθι]] Hom., Plat. в другом месте; [[αὐτόθι]] Hom., Her. в том самом месте; [[ἑτέρωθι]] Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; [[Ἰλιόθι]] [[πρό]] Hom. перед Илионом;<br /><b class="num">2)</b> во время: [[ἠῶθι]] Hom. на заре; [[ἠῶθι]] [[πρό]] Hom. до рассвета.
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐ Medium diacritics: θι Low diacritics: θι Capitals: ΘΙ
Transliteration A: thi Transliteration B: thi Transliteration C: thi Beta Code: qi

English (LSJ)

termin. of the locative case,

   A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50.    II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.

Greek (Liddell-Scott)

θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.

English (Autenrieth)

(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the place in which, e. g. ἀγρόθι, ἄλλοθι. Of time in ἠῶθι.
see ἄνωγα.

Greek Monotonic

θῐ:I. αρχικά κατάληξη της γεν., όπως στο Ἰλιόθι, πρό, ἠῶθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. σημασία, υποδηλώνοντας το μέρος στο οποίο, οἴκοθι, ἄλλοθι, κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θῐ: энклитический суффикс со значением:
1) в (на вопрос «где?»): κηρόθι Hom. в сердце; οἴκοθι Hom. дома, в доме; ἄλλοθι Hom., Plat. в другом месте; αὐτόθι Hom., Her. в том самом месте; ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; Ἰλιόθι πρό Hom. перед Илионом;
2) во время: ἠῶθι Hom. на заре; ἠῶθι πρό Hom. до рассвета.