ἱματίδιον: Difference between revisions
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱμᾰτίδιον:''' [τῑ], τό, υποκορ. του [[ἱμάτιον]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἱμᾰτίδιον:''' [τῑ], τό, υποκορ. του [[ἱμάτιον]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱμᾰτίδιον:''' (ῑμ, τῐ) τό одежонка, платьице Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑδ], τό, Dim. of ἱμάτιον, Id.Pl.985, Lys.Fr.316S., BGU1103.12 (i B.C.); by crasis with the Art.,
A θαἰματίδια Ar.Lys.401.
German (Pape)
[Seite 1252] τό, dasselbe; Ar. Plut. 985; Poll. 7, 42 aus Lys. – Mit dem Artikel θαἰματίδια Ar. Lys. 401.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Πλ. 985, Λυσίας παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 42· κατὰ κρᾶσιν μετὰ τοῦ ἄρθρου, θαἰματίδια Ἀριστοφ. Λυσ. 401. -ῑδιον Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de ἱμάτιον.
Greek Monolingual
ἱματίδιον, τὸ (Α)
μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].
Greek Monotonic
ἱμᾰτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του ἱμάτιον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμᾰτίδιον: (ῑμ, τῐ) τό одежонка, платьице Arph.