κάρανος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάρᾱνος:''' ὁ ([[κάρα]]), [[αρχηγός]], [[άρχοντας]], [[ηγέτης]], σε Ξεν. | |lsmtext='''κάρᾱνος:''' ὁ ([[κάρα]]), [[αρχηγός]], [[άρχοντας]], [[ηγέτης]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρᾱνος:''' (κᾰ) ὁ начальник, предводитель, глава (Xen.; Anacr. - v. l. [[κοίρανος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ο, (κάρα A)
A a chief, X.HG1.4.3, cj. in Anacreont.15.3.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ (κάρα), der Häuptling, das Oberhaupt. Xen. Hell. 1, 4, 3, von ihm selbst durch κύριος erkl. Auch Anacr. 15, 3 für κοίρανε von Lennep hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
κάρᾱνος: ὁ, (κάρα) ἄρχων, κύριος, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3, Ἀνακρεόντ. 15. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef souverain.
Étymologie: κάρα.
Greek Monolingual
κάρανος, ὁ (Α) κάρα
δωρ. τ. του κοίρανος.
Greek Monotonic
κάρᾱνος: ὁ (κάρα), αρχηγός, άρχοντας, ηγέτης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κάρᾱνος: (κᾰ) ὁ начальник, предводитель, глава (Xen.; Anacr. - v. l. κοίρανος).