κατακληρονομέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακληρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποκτώ]] μέσω κληρονομιάς, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατακληρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποκτώ]] μέσω κληρονομιάς, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κληρονομέω in bezit geven.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακληρονομέω Medium diacritics: κατακληρονομέω Low diacritics: κατακληρονομέω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΡΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kataklēronoméō Transliteration B: kataklēronomeō Transliteration C: kataklironomeo Beta Code: kataklhronome/w

English (LSJ)

   I c. acc. rei,    1 obtain as one's assured possession, LXXSi.4.16.    2 leave as an inheritance, τοῖς υἱοῖς τὰ ὑπάρχοντα ib.De.21.16.    3 assign as a possession, ib.3.28, 12.10, Act.Ap.13.19.    II c. acc. pers., make one's heir, LXX 2 Ki.7.1.

German (Pape)

[Seite 1353] durch Erbschaft bekommen, erben, Sp.; τινά, zum Erben machen; τινά τι, Einen Etwas erben lassen, ihm eine Erbschaft geben, LXX; durchs Loos vertheilen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληρονομέω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, λαμβάνω διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, αὐτόθι. 3) διὰ κλήρων μοιράζω, αὐτόθι. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω τινὰ κληρονόμον τινός, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 posséder à titre d’héritage, hériter;
2 instituer par héritage;
3 diviser ou distribuer par lots.
Étymologie: κατά, κληρονομέω.

Greek Monotonic

κατακληρονομέω: μέλ. -ήσω, αποκτώ μέσω κληρονομιάς, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κληρονομέω in bezit geven.