καταζώννυμι: Difference between revisions
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταζώννῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζώσω</i>, [[δένω]] [[σφιχτά]], [[ζώνω]] [[σφιχτά]], [[σφίγγω]] γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ. | |lsmtext='''καταζώννῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζώσω</i>, [[δένω]] [[σφιχτά]], [[ζώνω]] [[σφιχτά]], [[σφίγγω]] γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-ζώννυμι, meestal med. omgorden:. δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο zij omgordden hun dierenvellen met slangen Eur. Ba. 698. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A gird fast:—Med., gird for oneself, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba.698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27:— Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
Greek (Liddell-Scott)
καταζώννῡμι: καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.
French (Bailly abrégé)
ceindre, entourer.
Étymologie: κατά, ζώννυμι.
Greek Monolingual
καταζώννυμι (Α)
1. ζώνω σφιχτά
2. μέσ. καταζώννυμαι
ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά.
Greek Monotonic
καταζώννῡμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, δένω σφιχτά, ζώνω σφιχτά, σφίγγω γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ζώννυμι, meestal med. omgorden:. δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο zij omgordden hun dierenvellen met slangen Eur. Ba. 698.