κατιθύνω: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατῑθύνω:''' [ῡ], Ιων. αντί <i>κατ-[[ευθύνω]]</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κατῑθύνω:''' [ῡ], Ιων. αντί <i>κατ-[[ευθύνω]]</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατῑθύνω:''' (ῡ) Luc. = [[κατευθύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:02, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. and Ep. for
A κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15; κῦμα Mosch.2.121; χεῖρα τοξότιν AP6.188 (Leon.); ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 1401] = κατευθύνω, Mosch. 2, 121; Luc. Tragodop. 56; Alcaeus 12 (Plan. 226).
Greek (Liddell-Scott)
κατῑθύνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.
French (Bailly abrégé)
diriger, gouverner.
Étymologie: κατά, ἰθύνω.
Greek Monolingual
κατιθύνω (Α)
ιων. και επιτ. τ. του κατευθύνω.
Greek Monotonic
κατῑθύνω: [ῡ], Ιων. αντί κατ-ευθύνω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατῑθύνω: (ῡ) Luc. = κατευθύνω.