καυχήμων: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καυχήμων:''' -ον ([[καυχάομαι]]), [[κομπαστικός]], [[καυχησιάρικος]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''καυχήμων:''' -ον ([[καυχάομαι]]), [[κομπαστικός]], [[καυχησιάρικος]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καυχήμων:''' 2, gen. ονος хвастливый Babr.
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυχήμων Medium diacritics: καυχήμων Low diacritics: καυχήμων Capitals: ΚΑΥΧΗΜΩΝ
Transliteration A: kauchḗmōn Transliteration B: kauchēmōn Transliteration C: kafchimon Beta Code: kauxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A boastful, Babr.5.10, Heph. Astr.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

καυχήμων: -ον, ὁ καυχώμενος, πλήρης καυχήσεως, Βαβρ. 5. 10.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
vantard.
Étymologie: καυχάομαι.

Greek Monolingual

καυχήμων, -ον (Α) καυχώμαι
αυτός που καυχιέται, ο γεμάτος κομπασμό και αλαζονεία.

Greek Monotonic

καυχήμων: -ον (καυχάομαι), κομπαστικός, καυχησιάρικος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

καυχήμων: 2, gen. ονος хвастливый Babr.