κητοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κητοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.
|lsmtext='''κητοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κητοφόνος:''' убивающий морские чудища ([[τρίαινα]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητοφόνος Medium diacritics: κητοφόνος Low diacritics: κητοφόνος Capitals: ΚΗΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kētophónos Transliteration B: kētophonos Transliteration C: kitofonos Beta Code: khtofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.

German (Pape)

[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο-φόνος, τυραννο-φόνος.

Greek Monotonic

κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).