κεφαλῖνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεφᾰλῖνος:''' ὁ, θαλασσινό ψάρι = [[βλεψίας]], Δωρ. [[παρά]] Αθην.
|lsmtext='''κεφᾰλῖνος:''' ὁ, θαλασσινό ψάρι = [[βλεψίας]], Δωρ. [[παρά]] Αθην.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεφᾰλῖνος, ὁ,<br />a sea-[[fish]], = [[βλεψίας]], [[Dorio]] ap. Ath.
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλῖνος Medium diacritics: κεφαλῖνος Low diacritics: κεφαλίνος Capitals: ΚΕΦΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: kephalînos Transliteration B: kephalinos Transliteration C: kefalinos Beta Code: kefali=nos

English (LSJ)

ὁ, a

   A sea-fish, = βλεψίας, Dorio ap.Ath.7.306f.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, ein Meerfisch, sonst βλεψίας, Ath. VII, 306 f.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλῖνος: ὁ, θαλάσσιός τις ἰχθύς, = βλεψίας, Δωρίων παρ᾿ Ἀθηναίῳ 306F.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
autre nom du poisson de mer βλεψίας (mulet gris).
Étymologie: κεφαλή.

Greek Monolingual

ο (Α κεφαλῑνος)
νεοελλ.
ζωολ. άλλη ονομασία του ψαριού κέφαλος
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. βλεψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ινος (πρβλ. γυρ-ίνος, ερυθρ-ίνος)].

Greek Monotonic

κεφᾰλῖνος: ὁ, θαλασσινό ψάρι = βλεψίας, Δωρ. παρά Αθην.

Middle Liddell

κεφᾰλῖνος, ὁ,
a sea-fish, = βλεψίας, Dorio ap. Ath.