κεραυνομάχης: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνομάχης:''' ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.
|lsmtext='''κεραυνομάχης:''' ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνομάχης:''' дор. [[κεραυνομάχας]] adj. сражающийся громами ([[Ἔρως]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:26, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνομάχης Medium diacritics: κεραυνομάχης Low diacritics: κεραυνομάχης Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: keraunomáchēs Transliteration B: keraunomachēs Transliteration C: keravnomachis Beta Code: keraunoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -χᾱς, ὁ,

   A fighting with thunder, AP12.110 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1423] ὁ, mit dem Blitz od. dem Donnerkeile kämpfend, Mel. 38 (XII, 110).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνομάχης: ὁ, ὁ διὰ τοῦ κεραυνοῦ μαχόμενος, Ἀνθ. Π. 12. 110.

Greek Monolingual

κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο-μάχης, οπλο-μάχης].

Greek Monotonic

κεραυνομάχης: ὁ, αυτός που παλεύει με τον κεραυνό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνομάχης: дор. κεραυνομάχας adj. сражающийся громами (Ἔρως Anth.).