κλεψίφρων: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλεψίφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που εξαπατά, [[υποκριτής]], προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''κλεψίφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που εξαπατά, [[υποκριτής]], προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''κλεψίφρων:''' 2, gen. ονος скрывающий свои мысли, скрытный или коварный, лукавый ([[Ἑρμῆς]] HH).
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίφρων Medium diacritics: κλεψίφρων Low diacritics: κλεψίφρων Capitals: ΚΛΕΨΙΦΡΩΝ
Transliteration A: klepsíphrōn Transliteration B: klepsiphrōn Transliteration C: klepsifron Beta Code: kleyi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A dissembling, Ἑρμῆς h.Merc.413.    II = κλεψίνοος, Man.1.93.

German (Pape)

[Seite 1449] ονος, = κλεψίνοος; H. h. Herc. 413; Man. 1, 93.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίφρων: -ον, (φρήν), ἐξαπατῶν, ὑποκρινόμενος, ἄγνοιαν προσποιούμενος, Ἑρμῆς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413. ΙΙ. = κλεψίνοος, Μανέθων 1. 93.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cache sa pensée, dissimulé, fourbe;
2 qui égare l’esprit.
Étymologie: κλέπτω, φρήν.

Greek Monolingual

κλεψίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που προσποιείται άγνοια
2. κλεψίνους, απατηλός, δολερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασί-φρων, λυσί-φρων. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

κλεψίφρων: -ον (φρήν), αυτός που εξαπατά, υποκριτής, προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίφρων: 2, gen. ονος скрывающий свои мысли, скрытный или коварный, лукавый (Ἑρμῆς HH).