κοέω: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοέω:''' συνηρ. <i>κοῶ</i>, νοώ, [[παρατηρώ]], [[ακούω]], σε Ανακρ.
|lsmtext='''κοέω:''' συνηρ. <i>κοῶ</i>, νοώ, [[παρατηρώ]], [[ακούω]], σε Ανακρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοέω:''' ион. (= [[νοέω]]) замечать, слышать, воспринимать (Anacr.; ср. [[ἀμνοκῶν]] и [[θυοσκόος]]).
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοέω Medium diacritics: κοέω Low diacritics: κοέω Capitals: ΚΟΕΩ
Transliteration A: koéō Transliteration B: koeō Transliteration C: koeo Beta Code: koe/w

English (LSJ)

contr. κοῶ,

   A mark, perceive, hear, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὲν πρᾶτ' οὐ κοῶ Epich.35 (prob.); σὺ δ' οὐ κοεῖς Anacr.4.14; κοεῖν Hellad. in Phot.Bibl.p.531 B.; ἐκόησεν τοὔνεκεν . . Call.Fr.53, cf. Sch.Ar. Eq.198: etym. of Κοῖος, Corn.ND17:—also (from κοάω) κοᾷ· ἀκούει, πεύθεται, and ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα, Hsch.; ἔκομεν (sic) . . ᾐσθόμεθα, Id. (κοϝ-, cf. Skt. kavis 'wise', Lat. caveo.)

German (Pape)

[Seite 1465] ion. = νοέω (vgl. κοάω), hören, merken; seltenes Wort; Schol. Ar. Equ. 198 u. VLL.; τὰ πρῶτ' οὐ κοῶ Epicharm. bei Ath. VI, 236 b; ἐκόησε Call. fr. 53. – Scholl. Od. 21, 145 leiten davon θυοσκόος ab; vgl. ἀμνοκῶν u. die Eigennamen auf -κόων. Auch κοάλεμος wird hierauf zurückgeführt. S. auch Buttm. Lexil. II p. 265.

Greek (Liddell-Scott)

κοέω: συνῃρ. κοῶ, νοῶ, παρατηρῶ, ἀκούω, ἄστρωτος εὕδω καὶ τὰ μὴ στρώτ’ οὐ κοῶ Ἐπίχ. 19. 14 Ahr. σὺ δ’ οὐ κοεῖς Ἀνακρ. 4· κοεῖν Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 531. 12· ἐκόησε Καλλ. Ἀποσπ. 53· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198. Παρ’ Ἡσυχ. εὑρίσκομεν «ἐκοᾶμες· ἠκούσαμεν», καὶ ἔκομεν... ᾐσθόμεθα». (Ἐκ τῆς ἁπλῆς ῥίζης παράγεται τὸ κοννέω, ὡσαύτως τὰ σύνθετα ἀμνοκῶν, εὐρυκόωσα, καὶ ἴσως κοάλεμος, ὡς καὶ τὰ κύρια ὀνόματα Δηϊκόων, Δημοκόων, Ἱπποκόων, Λαοκόων, Εὐρυκόωσα, Λαοκόωσα, ἴσως καὶ τὰ ἀκούω, ἀκοή. ― Πιθαν. ἐκ τῆς √ΚΟϜ, ἢ μᾶλλον ΣΚΟϜ· πρβλ. Σανσκρ. kav-is (vates), Λατ. cav-eo, cau-tus, πρὸς τὸ θυοσαόος, Γοτθ. us-skav-jan (νήφειν), Ἀρχ. Γερμαν. scaw-ôn (schauen)).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’apercevoir, remarquer, comprendre.
Étymologie: R. κοϜ observer, surveiller.

Greek Monotonic

κοέω: συνηρ. κοῶ, νοώ, παρατηρώ, ακούω, σε Ανακρ.

Russian (Dvoretsky)

κοέω: ион. (= νοέω) замечать, слышать, воспринимать (Anacr.; ср. ἀμνοκῶν и θυοσκόος).